καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / κεντρόφυξ οἱ/αἱ κεντρόφυγες
      γενική τοῦ/τῆς κεντρόφυγος τῶν κεντροφύγων
      δοτική τῷ/τῇ κεντρόφυγι τοῖς/ταῖς κεντρόφυξι(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν κεντρόφυγα τοὺς/τὰς κεντρόφυγας
     κλητική ! κεντρόφυξ κεντρόφυγες
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεντρόφυξ, (μαρτυρείται από το 1766) < κεντρό- + φυγ- (φεύγω) + κατά το αρχαίο πρόσφυξ [1] (λόγιο δάνειο) γαλλική centrifuge [2] ή ως μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική centrifugus[3] → δείτε τη λέξη κεντρόφυγος (επίθετο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεντρόφυξ αρσενικό ή θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κεντρόφυγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κεντρόφυγος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.