φυγοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυγοκεντρικός < φυγόκεντρ(ος) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centrifuge. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε φυγο- + κεντρικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.ɣo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
φυγοκεντρικός, -ή, -ό
- που απομακρύνεται από το κέντρο, σχετικός με τη φυγόκεντρο δύναμη
- (ειδικότερα, για μηχανήματα) που χρησιμοποιούν τη φυγόκεντρο δύναμη για να επιτελέσουν το έργο τους, όπως για μετακίνηση, επεξεργασία ή διαχωρισμό ουσιών ή αντικειμένων
Συγγενικά επεξεργασία
- φυγοκεντρικά (επίρρημα)
- φυγοκέντριση
- φυγοκεντρισμός
→ και δείτε τις λέξεις φυγόκεντρος, φεύγω και κέντρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυγοκεντρικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φυγοκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας