πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλογραμμένος η καλογραμμένη το καλογραμμένο
      γενική του καλογραμμένου της καλογραμμένης του καλογραμμένου
    αιτιατική τον καλογραμμένο την καλογραμμένη το καλογραμμένο
     κλητική καλογραμμένε καλογραμμένη καλογραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλογραμμένοι οι καλογραμμένες τα καλογραμμένα
      γενική των καλογραμμένων των καλογραμμένων των καλογραμμένων
    αιτιατική τους καλογραμμένους τις καλογραμμένες τα καλογραμμένα
     κλητική καλογραμμένοι καλογραμμένες καλογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

καλογραμμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή σύνθετη χωρίς ρήμα και επίθετο)

  1. που είναι γραμμένος με καλαισθησία
  2. που είναι διατυπωμένο σωστά

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γράφω

καλογραμμένος, -η, -ον μετοχή παθητικού παρακειμένου (μετοχή σύνθετη χωρίς ρήμα και επίθετο)

Αντώνυμα

επεξεργασία