καλογραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλογραμμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γράφω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.lo.ɣɾaˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
καλογραμμένος, -η, -ο (και επίθετο)
- που είναι γραμμένος με καλαισθησία
- που είναι διατυπωμένο σωστά
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλογραμμένος
επεξεργασία
- ↑ καλογραμμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
καλογραμμένος, -η, -ον (και επίθετο)
- καλότυχος, που η τύχη του γράφτηκε καλή
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- καλογραμμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].