Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλογραμμένος η καλογραμμένη το καλογραμμένο
      γενική του καλογραμμένου της καλογραμμένης του καλογραμμένου
    αιτιατική τον καλογραμμένο την καλογραμμένη το καλογραμμένο
     κλητική καλογραμμένε καλογραμμένη καλογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλογραμμένοι οι καλογραμμένες τα καλογραμμένα
      γενική των καλογραμμένων των καλογραμμένων των καλογραμμένων
    αιτιατική τους καλογραμμένους τις καλογραμμένες τα καλογραμμένα
     κλητική καλογραμμένοι καλογραμμένες καλογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλογραμμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γράφω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.lo.ɣɾaˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

καλογραμμένος, -η, -ο (και επίθετο)

  1. που είναι γραμμένος με καλαισθησία
  2. που είναι διατυπωμένο σωστά

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλογραμμένος < καλο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου (gkmτου ρήματος γράφω

  Μετοχή επεξεργασία

καλογραμμένος, -η, -ον (και επίθετο)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία