↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθομολόγηση οι καθομολογήσεις
      γενική της καθομολόγησης* των καθομολογήσεων
    αιτιατική την καθομολόγηση τις καθομολογήσεις
     κλητική καθομολόγηση καθομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθομολόγηση < (καθομολογώ) καθομολογη- + -ση απόδοση για τη γαλλική profession[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θo.moˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θο‐μο‐λό‐γη‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθομολόγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία