καθομολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθομολόγηση | οι | καθομολογήσεις |
γενική | της | καθομολόγησης* | των | καθομολογήσεων |
αιτιατική | την | καθομολόγηση | τις | καθομολογήσεις |
κλητική | καθομολόγηση | καθομολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθομολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθομολόγηση < (καθομολογώ) καθομολογη- + -ση απόδοση για τη γαλλική profession[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θo.moˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐μο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθομολόγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθομολογώ, όρκος αποδοχής, (ένορκη) δέσμευση, ομολογία
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καθομολογώ, ομολογώ, ομού και λέγω
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- καθομολόγηση πίστεως: ομολογία / παραδοχή πίστης
- καθομολόγηση διδάκτορος: η ένορκη δέσμευση φοιτητών που λαμβάνουν το πτυχίο τους ότι θα σεβαστούν όσα προβλέπει η επιστήμη τους, την ηθική και τους νόμους, καθώς και η σχετική τελετή ορκωμοσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ καθομολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.