ένορκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένορκος | η | ένορκη | το | ένορκο |
γενική | του | ένορκου | της | ένορκης | του | ένορκου |
αιτιατική | τον | ένορκο | την | ένορκη | το | ένορκο |
κλητική | ένορκε | ένορκη | ένορκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένορκοι | οι | ένορκες | τα | ένορκα |
γενική | των | ένορκων | των | ένορκων | των | ένορκων |
αιτιατική | τους | ένορκους | τις | ένορκες | τα | ένορκα |
κλητική | ένορκοι | ένορκες | ένορκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένορκος < αρχαία ελληνική ἔνορκος. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + όρκ(ος) + -ος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.noɾ.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐νορ‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαένορκος, -η, -ο
- (νομικός όρος) ο επικυρωμένος με όρκο
- ⮡ ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ένορκος | οι | ένορκοι |
γενική | του/της του |
ενόρκου ένορκου |
των | ενόρκων |
αιτιατική | τον/την | ένορκο | τους/τις | ενόρκους |
κλητική | ένορκε | ένορκοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ένορκος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) ο πολίτης που αποτελεί μέλος ενός σώματος που καλείται να δικάσει μια ποινική υπόθεση
- ⮡ Στην Ελλάδα οι ένορκοι δικάζουν μαζί με τους τακτικούς δικαστές, ενώ σε άλλες χώρες το σώμα των ενόρκων αποφασίζει μόνο του χωρίς την παρουσία άλλων στις συνεδριάσεις του.