ιπποκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιπποκρατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hippocratique < Hippocrates < αρχαία ελληνική Ἱπποκράτης
Επίθετο
επεξεργασίαιπποκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Ιπποκράτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν ή εκπορεύεται απ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιπποκρατικός