καθομολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καθομολογία < ελληνιστική κοινή καθομολογία < καθομολογέω. Μορφολογικά αναλύεται σε (κατά) καθ- + αρχαία ελληνική ὁμολογία. → δείτε και τη λέξη καθομολόγηση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θo.mo.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐μο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθομολογία θηλυκό
- μορφh; καθομολόγηση: αποδοχή, δέσμευση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές επεξεργασία
- καθομολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.