↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεοντολογία οι δεοντολογίες
      γενική της δεοντολογίας των δεοντολογιών
    αιτιατική τη δεοντολογία τις δεοντολογίες
     κλητική δεοντολογία δεοντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεοντολογία < δέον (γενική: δέοντος) + -λογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεοντολογία θηλυκό

  1. ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με το τι είναι καλό και τι είναι κακό καθώς και με τα ηθικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
  2. το σύνολο των ηθικών αρχών ή αξιών συμπεριφοράς που διέπουν ένα άτομο ή μια ομάδα
  3. πώς θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα, πώς θα τα θέλαμε

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία