δεοντολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεοντολογία < δέον (γενική: δέοντος) + -λογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεοντολογία θηλυκό
- ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με το τι είναι καλό και τι είναι κακό καθώς και με τα ηθικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις
- το σύνολο των ηθικών αρχών ή αξιών συμπεριφοράς που διέπουν ένα άτομο ή μια ομάδα
- πώς θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα, πώς θα τα θέλαμε
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεοντολογία
|