Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ɔ̃.tɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déontologie déontologies

déontologie (fr) θηλυκό