οντολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οντολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική ontologia ή γαλλική ontologie [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοντολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία) κλάδος της μεταφυσικής που μελετά το ον καθ' εαυτό και τις ιδιότητές του
- (μεταφορικά)
- ⮡ ποια είναι η οντολογία της επιστήμης των διεθνών σχέσεων; (τι διαπραγματεύεται;)
- ⮡ η οντολογία (η βασική αρχή) του εγχειρήματος «βικι» είναι να αμβλυνθούν οι ανισότητες στην πρόσβαση για γνώση και να μην αποκλειστούν ευπαθείς κοινωνικές ομάδες εντός των εθνών, ως ένα είδος εθνικής άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση της ενιαίας κουλτούρας και ομοιογένειας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ον
Μεταφράσεις
επεξεργασία οντολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οντολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας