οντολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οντολογικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική ontologique < ontologie (οντολογ(ία) + -ique (-ικός)
Επίθετο
επεξεργασίαοντολογικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- οντολογικά (οντολογικώς)
- οντολογία
- → και δείτε τη λέξη ον
Μεταφράσεις
επεξεργασία οντολογικός