οντολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οντολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός, υποστηρικτής ή μελετητής της οντολογίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οντολόγος
|