Ετυμολογία

επεξεργασία
καθομολογώ < αρχαία ελληνική καθομολογέω

καθομολογώ (παθητική φωνή: καθομολογούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία