Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθομολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθομολογημέν
ος
η
καθομολογημέν
η
το
καθομολογημέν
ο
γενική
του
καθομολογημέν
ου
της
καθομολογημέν
ης
του
καθομολογημέν
ου
αιτιατική
τον
καθομολογημέν
ο
την
καθομολογημέν
η
το
καθομολογημέν
ο
κλητική
καθομολογημέν
ε
καθομολογημέν
η
καθομολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθομολογημέν
οι
οι
καθομολογημέν
ες
τα
καθομολογημέν
α
γενική
των
καθομολογημέν
ων
των
καθομολογημέν
ων
των
καθομολογημέν
ων
αιτιατική
τους
καθομολογημέν
ους
τις
καθομολογημέν
ες
τα
καθομολογημέν
α
κλητική
καθομολογημέν
οι
καθομολογημέν
ες
καθομολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καθομολογημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καθομολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθομολογημένος