πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάκτος οι κάκτοι
      γενική του κάκτου των κάκτων
    αιτιατική τον κάκτο τους κάκτους
     κλητική κάκτε κάκτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγκάθια ενός κάκτου.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάκτος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. κάκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάκτος αἱ κάκτοι
      γενική τῆς κάκτου τῶν κάκτων
      δοτική τῇ κάκτ ταῖς κάκτοις
    αιτιατική τὴν κάκτον τὰς κάκτους
     κλητική ! κάκτε κάκτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάκτω
γεν-δοτ τοῖν  κάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάκτος οἱ κάκτοι
      γενική τοῦ κάκτου τῶν κάκτων
      δοτική τῷ κάκτ τοῖς κάκτοις
    αιτιατική τὸν κάκτον τοὺς κάκτους
     κλητική ! κάκτε κάκτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάκτω
γεν-δοτ τοῖν  κάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάκτος < αβέβαιης ετυμολογίας, δάνειο άγνωστης προέλευσης· πιθανόν (κατά τον Edzard J. Furnée, λόγω του -κτ-) προελληνική [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάκτος αρσενικό

κάκτος αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.