κάκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάκτος | οι | κάκτοι |
γενική | του | κάκτου | των | κάκτων |
αιτιατική | τον | κάκτο | τους | κάκτους |
κλητική | κάκτε | κάκτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάκτος < (λόγιο δάνειο) νεολατινική cactus < λατινική cactus < αρχαία ελληνική κάκτος (είδος αγκινάρας) [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐κτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάκτος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάκτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κάκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κάκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάκτος | αἱ | κάκτοι |
γενική | τῆς | κάκτου | τῶν | κάκτων |
δοτική | τῇ | κάκτῳ | ταῖς | κάκτοις |
αιτιατική | τὴν | κάκτον | τὰς | κάκτους |
κλητική ὦ! | κάκτε | κάκτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κάκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάκτος | οἱ | κάκτοι |
γενική | τοῦ | κάκτου | τῶν | κάκτων |
δοτική | τῷ | κάκτῳ | τοῖς | κάκτοις |
αιτιατική | τὸν | κάκτον | τοὺς | κάκτους |
κλητική ὦ! | κάκτε | κάκτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κάκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάκτος < αβέβαιης ετυμολογίας, δάνειο άγνωστης προέλευσης· πιθανόν (κατά τον ⌘ Edzard J. Furnée, λόγω του -κτ-) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάκτος αρσενικό
κάκτος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κάκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.