κακτοειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακτοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κακτοειδής < κάκτος + -ειδής < νεολατινική cactus < λατινική cactus < λατινική κάκτος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cactacée)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακτοειδές ουδέτερο
- (βοτανική) φυτό της οικογένειας Cactaceae, που είναι δικοτυλήδονο, έχει αγκάθια κι αντέχει στην ξηρασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάκτος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κακτοειδή στη Βικιπαίδεια