Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακτοειδής η κακτοειδής το κακτοειδές
      γενική του κακτοειδούς* της κακτοειδούς του κακτοειδούς
    αιτιατική τον κακτοειδή την κακτοειδή το κακτοειδές
     κλητική κακτοειδή(ς) κακτοειδής κακτοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακτοειδείς οι κακτοειδείς τα κακτοειδή
      γενική των κακτοειδών των κακτοειδών των κακτοειδών
    αιτιατική τους κακτοειδείς τις κακτοειδείς τα κακτοειδή
     κλητική κακτοειδείς κακτοειδείς κακτοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακτοειδής < κάκτος + -ειδής < νεολατινική cactus < λατινική cactus < λατινική κάκτος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cactacées)

  Επίθετο επεξεργασία

κακτοειδής

  1. (βοτανική) που περιλαμβάνει φυτά της οικογένειας Cactaceae, που είναι δικοτυλήδονα, έχουν αγκάθια κι αντέχουν στην ξηρασία
  2. (βοτανική) (ουσιαστικοποιημένο) κακτοειδές ή στον πληθυντικό κακτοειδή: φυτά της οικογένειας Cactaceae

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία