πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακτοειδής η κακτοειδής το κακτοειδές
      γενική του κακτοειδούς* της κακτοειδούς του κακτοειδούς
    αιτιατική τον κακτοειδή την κακτοειδή το κακτοειδές
     κλητική κακτοειδή(ς) κακτοειδής κακτοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακτοειδείς οι κακτοειδείς τα κακτοειδή
      γενική των κακτοειδών των κακτοειδών των κακτοειδών
    αιτιατική τους κακτοειδείς τις κακτοειδείς τα κακτοειδή
     κλητική κακτοειδείς κακτοειδείς κακτοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κακτοειδής

  1. (βοτανική) που περιλαμβάνει φυτά της οικογένειας Cactaceae, που είναι δικοτυλήδονα, έχουν αγκάθια κι αντέχουν στην ξηρασία
  2. (βοτανική) (ουσιαστικοποιημένο) κακτοειδές ή στον πληθυντικό κακτοειδή: φυτά της οικογένειας Cactaceae

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία