θειαμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θειαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thiamine < thio- (< αρχαία ελληνική θεῖον, ουδέτερο του θεῖος < θεός) + amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή )
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθειαμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) υδατοδιαλυτή βιταμίνη, ένα από τα συστατικά του συμπλέγματος βιταμινών Β, που βρίσκεται στο κρέας, τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα όσπρια και είναι απαραίτητο για το μεταβολισμό των υδατανθράκων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- θειαμίνη στη Βικιπαίδεια
- αμίνη