thiamine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- thiamine < thio- (< αρχαία ελληνική θεῖον, ουδέτερο του θεῖος < θεός) + amine (< ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή )
Ουσιαστικό
επεξεργασίαthiamine (en)