δύστηνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δύστηνος | η | δύστηνη | το | δύστηνο |
γενική | του | δύστηνου | της | δύστηνης | του | δύστηνου |
αιτιατική | τον | δύστηνο | τη | δύστηνη | το | δύστηνο |
κλητική | δύστηνε | δύστηνη | δύστηνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δύστηνοι | οι | δύστηνες | τα | δύστηνα |
γενική | των | δύστηνων | των | δύστηνων | των | δύστηνων |
αιτιατική | τους | δύστηνους | τις | δύστηνες | τα | δύστηνα |
κλητική | δύστηνοι | δύστηνες | δύστηνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δύστηνος < αρχαία ελληνική δύστηνος
Επίθετο
επεξεργασίαδύστηνος, -η / -ος, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δύστηνος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύστηνος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδύστηνος, -ος, -ον
- (για πρόσωπα) άθλιος, ελεεινός, δύσμοιρος, κακόμοιρος, δυστυχισμένος, άτυχος, κακότυχος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 127
- δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
- τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 501 (501-502)
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα | ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
- Μέσα στο σπίτι κάποιος ξένος τριγυρίζει δύσμοιρος | ψωμοζητώντας — η φτώχεια τον στριμώχνει·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα | ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 127
- (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις) ελεεινός, άθλιος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1655 (1654-1655)
- μηδαμῶς, ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. | ἀλλὰ καὶ τάδ᾽ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος·
- Όχι κι άλλ᾽ αγαπητέ μου, ας μη θελήσομε κακά· | αρκετός κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας της σοδειάς·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- μηδαμῶς, ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. | ἀλλὰ καὶ τάδ᾽ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1655 (1654-1655)
- (μετά τον Όμηρο με ηθική σημασία) άθλιος, αξιοθρήνητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1346
- ἀοιδῶν οἵδε δύστηνοι λόγοι.
- των αοιδών τα λόγια είν᾽ άθλια.
- Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- ἀοιδῶν οἵδε δύστηνοι λόγοι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1346
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δύστηνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύστηνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.