βδέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βδέλλα | οι | βδέλλες |
γενική | της | βδέλλας | των | βδελλών |
αιτιατική | τη | βδέλλα | τις | βδέλλες |
κλητική | βδέλλα | βδέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βδέλλα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βδέλλα, ομόρριζο με το ρήμα βδάλλω (απομυζώ, βυζαίνω). Δε σχετίζεται με το βδέλυγμα. [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvðe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βδέλ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβδέλλα θηλυκό
- (ιχθυολογία) μικρό σκουληκάκι που ζει προσκολλημένο σε άλλα ζώα (συνήθως θηλαστικά) και τρέφεται πίνοντας αίμα. Ανάλογα με τη ράτσα, ζει σε γλυκό η αλμυρό νερό.
- (μεταφορικά) κάποιος που επιβάλλει αδιάκριτα την παρουσία του ή που ζει εις βάρος κάποιου άλλου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βδέλλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βδέλλᾰ | αἱ | βδέλλαι |
γενική | τῆς | βδέλλης | τῶν | βδελλῶν |
δοτική | τῇ | βδέλλῃ | ταῖς | βδέλλαις |
αιτιατική | τὴν | βδέλλᾰν | τὰς | βδέλλᾱς |
κλητική ὦ! | βδέλλᾰ | βδέλλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βδέλλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βδέλλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαβδέλλα < *βδελ-jα < ομόρριζο του βδάλλω (απομυζώ, βυζαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβδέλλα θηλυκό
- η βδέλλα
- (ελληνιστική σημασία) παρασιτικό ψάρι (οικογένεια Petromyzontidae) με στόμα που προσκολλάται στο θύμα του σαν βεντούζα και το απομυζά (→ δείτε τη λέξη Lamprey στην αγγλική Βικιπαίδεια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βδέλλα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βδέλλα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.