βδέλλα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βδέλλα | οι | βδέλλες |
γενική | της | βδέλλας | των | βδελλών |
αιτιατική | τη | βδέλλα | τις | βδέλλες |
κλητική | βδέλλα | βδέλλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βδέλλα < αρχαία ελληνική βδέλλα, ομόρριζο με το ρήμα βδάλλω (απομυζώ, βυζαίνω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βδέλλα θηλυκό
- (ιχθυολογία) μικρό σκουληκάκι που ζει προσκολλημένο σε άλλα ζώα (συνήθως θηλαστικά) και τρέφεται πίνοντας αίμα. Ανάλογα με τη ράτσα, ζει σε γλυκό η αλμυρό νερό.
- (μεταφορικά) κάποιος που επιβάλλει αδιάκριτα την παρουσία του ή που ζει εις βάρος κάποιου άλλου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βδέλλα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
βδέλλα < βδάλλω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βδέλλα θηλυκό
- η βδέλλα
- παρασιτικό ψάρι (οικογένεια Petromyzontidae) με στόμα που προσκολλάται στο θύμα του σαν βεντούζα και το απομυζά (→ δείτε τη λέξη Lamprey στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια)