hirudo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hirudo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hirudo | hirudoj |
αιτιατική | hirudon | hirudojn |
hirudo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hirudo | hirudoj |
αιτιατική | hirudon | hirudojn |
hirudo (eo)