Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

leech (en)

  1. (ζωολογία) η βδέλλα
  2. (μεταφορικά) ο εκμεταλλευτής

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

leech (en)

  1. χρησιμοποιώ ιατρικά τις βδέλλες
  2. απομυζώ (εκμεταλλεύομαι)