σκουληκάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουληκάκι | τα | σκουληκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκουληκάκι | τα | σκουληκάκια |
κλητική | σκουληκάκι | σκουληκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκουληκάκι < σκουλήκι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουληκάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σκουλήκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουληκάκι
|