Δείτε επίσης: αζέρικος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζερικός η αζερική το αζερικό
      γενική του αζερικού της αζερικής του αζερικού
    αιτιατική τον αζερικό την αζερική το αζερικό
     κλητική αζερικέ αζερική αζερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζερικοί οι αζερικές τα αζερικά
      γενική των αζερικών των αζερικών των αζερικών
    αιτιατική τους αζερικούς τις αζερικές τα αζερικά
     κλητική αζερικοί αζερικές αζερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αζερικός < Αζέρ(ος) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ze.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζε‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αζερικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αζερικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)