ἄραδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄραδος | οἱ | ἄραδοι |
γενική | τοῦ | ἀράδου | τῶν | ἀράδων |
δοτική | τῷ | ἀράδῳ | τοῖς | ἀράδοις |
αιτιατική | τὸν | ἄραδον | τοὺς | ἀράδους |
κλητική ὦ! | ἄραδε | ἄραδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀράδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄραδος < πιθανόν ηχομιμητική λέξη, όπως και το ἄραβος με κατάληξη κατά τα θόρυβος, κόναβος κ.λπ.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄραδος, -ου αρσενικό
- ταραχή, σάλος
- γουργούρισμα του στομαχιού
- ταχυπαλμία ή έντονος παλμός μετά από έντονη άσκηση ή σεξουαλική πράξη
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακά Γ΄, 3.6.2, 654b @scaife.perseus
- ἡ δὲ μετὰ τὸ δεῖπνον ὁρμὴ πρὸς τὴν συνουσίαν οὐκ ἀκίνδυνος· ἄδηλον γὰρ εἰ, τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης, ἀπεψία δέξαιτο τὸν ἐκ τῆς συνουσίας ἄραδον[*] καὶ παλμόν, ὥστε διττὴν τὴν βλάβην γενέσθαι.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Συμποσιακά Γ΄, 3.6.2, 654b @scaife.perseus
- (ιατρική) ίσως γενική σωματική ενόχληση, διατροφική διαταραχή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων νοσιμάτων, De diaeta acutorum (spurium), 18, p.486, @scaife.perseus
- Φακὸς δὲ στύφει, καὶ ἄραδον ἐμποιέει, ἢν μετὰ τοῦ φλοιοῦ ᾖ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων νοσιμάτων, De diaeta acutorum (spurium), 18, p.486, @scaife.perseus
- (ιατρική) ερεθισμός του δέρματος εξαιτίας φαρμάκων ή από τσίμπημα μαύρου σκορπιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ἄραβος για το κροτάλισμα, τρίξιμο δοντιών ή πανοπλίας
Πηγές
επεξεργασία- ἄραδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.