κόναβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κόναβος | οἱ | κόναβοι |
γενική | τοῦ | κονάβου | τῶν | κονάβων |
δοτική | τῷ | κονάβῳ | τοῖς | κονάβοις |
αιτιατική | τὸν | κόναβον | τοὺς | κονάβους |
κλητική ὦ! | κόναβε | κόναβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονάβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κονάβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόναβος < πιθανόν πλάστηκε ηχομιμητικά κατά το ἄραδος, ἄραβος, ὄτοβος (συγγενές του κανάσσω, καναχή) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόναβος
- θόρυβος, κρότος, πάταγος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 122 (στίχοι 121-123)
- οἵ ῥ᾽ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι | βάλλον· ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει | ἀνδρῶν ὀλλυμένων νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων·
- Τότε, ξηλώνοντας από τους βράχους πέτρες ασήκωτες για τους θνητούς, | τις ρίχνουν καταπάνω τους, κι έγινε σάλος, πάταγος στα πλοία· | οι άντρες να αφανίζονται, καράβια να τσακίζονται,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἵ ῥ᾽ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι | βάλλον· ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει | ἀνδρῶν ὀλλυμένων νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 122 (στίχοι 121-123)
- κλαγγή όπλων
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κόναβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόναβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.