Ετυμολογία

επεξεργασία
κοναβέω < κόναβος (ο αχός της μάχης}

κοναβέω-κοναβῶ και κοναβίζω

  1. προκαλώ έντονο θόρυβο, βγάζω κλαγγή
    ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽ ἴαχον, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν,
  2. ψοφώ ή πεθαίνω


Συγγενικά

επεξεργασία