Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοναβέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοναβέω
<
κόναβος
(ο αχός της μάχης}
Ρήμα
επεξεργασία
κοναβέω
-κοναβῶ και
κοναβίζω
προκαλώ έντονο
θόρυβο
, βγάζω
κλαγγή
ἔφατ᾽, Ἀργεῖοι δὲ μέγ᾽
ἴαχον
, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον
κονάβησαν
ἀϋσάντων
ὑπ᾽ Ἀχαιῶν,
ψοφώ
ή
πεθαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία
κόναβος
κοναβίζω