Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοναβίζω < κόναβος (ο αχός της μάχης]]

  Ρήμα επεξεργασία

κοναβίζω και κοναβέω-κοναβῶ

περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε τιτυσκομένων καθ᾽ ὅμιλον ἀλλήλων: δύο δ᾽ ἄνδρες ἀρήϊοι ἔξοχον ἄλλων


Συγγενικά επεξεργασία