ονομαστική και κλητική πληθυντικού του αρσενικού του επιθέτου ἀρήϊος ή ἀρήιος < ἄρειος (ο σχετικός, ο αφιερωμένος στην Άρη, ο γενναίος πολεμιστής, το ισχυρό όπλο)
πιθανόν πληθυντικός του επιθέτου ἀρείων (συγκριτικός βαθμός των επιθέτων αγαθός, καλός, ισχυρός, ο άριστος)