ταχυπαλμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταχυπαλμία θηλυκό
- (ιατρική) αύξηση των παλμών της καρδιάς πάνω από τους συνηθισμένους, ενώ βρίσκεται κανείς σε κατάσταση ηρεμίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταχυπαλμία
|