πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιγμοειδής η σιγμοειδής το σιγμοειδές
      γενική του σιγμοειδούς* της σιγμοειδούς του σιγμοειδούς
    αιτιατική τον σιγμοειδή τη σιγμοειδή το σιγμοειδές
     κλητική σιγμοειδή(ς) σιγμοειδής σιγμοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιγμοειδείς οι σιγμοειδείς τα σιγμοειδή
      γενική των σιγμοειδών των σιγμοειδών των σιγμοειδών
    αιτιατική τους σιγμοειδείς τις σιγμοειδείς τα σιγμοειδή
     κλητική σιγμοειδείς σιγμοειδείς σιγμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σιγμοειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με σίγμα, που έχει τέτοια μορφή
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη σιγμοειδές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σιγμοειδής τὸ σιγμοειδές
      γενική τοῦ/τῆς σιγμοειδοῦς τοῦ σιγμοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ σιγμοειδεῖ τῷ σιγμοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν σιγμοειδ τὸ σιγμοειδές
     κλητική ! σιγμοειδές σιγμοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σιγμοειδεῖς τὰ σιγμοειδ
      γενική τῶν σιγμοειδῶν τῶν σιγμοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς σιγμοειδέσ(ν) τοῖς σιγμοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς σιγμοειδεῖς τὰ σιγμοειδ
     κλητική ! σιγμοειδεῖς σιγμοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σιγμοειδεῖ τὼ σιγμοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν σιγμοειδοῖν τοῖν σιγμοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σιγμοειδής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

επεξεργασία