σιγμοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιγμοειδής | η | σιγμοειδής | το | σιγμοειδές |
γενική | του | σιγμοειδούς* | της | σιγμοειδούς | του | σιγμοειδούς |
αιτιατική | τον | σιγμοειδή | τη | σιγμοειδή | το | σιγμοειδές |
κλητική | σιγμοειδή(ς) | σιγμοειδής | σιγμοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιγμοειδείς | οι | σιγμοειδείς | τα | σιγμοειδή |
γενική | των | σιγμοειδών | των | σιγμοειδών | των | σιγμοειδών |
αιτιατική | τους | σιγμοειδείς | τις | σιγμοειδείς | τα | σιγμοειδή |
κλητική | σιγμοειδείς | σιγμοειδείς | σιγμοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγμοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sigmoid < ελληνιστική κοινή σιγμοειδής < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμ(α) + -ο- + -ειδής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɣ.mo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σιγ‐μο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίασιγμοειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με σίγμα, που έχει τέτοια μορφή
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη σιγμοειδές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σιγμοειδής | τὸ | σιγμοειδές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σιγμοειδοῦς | τοῦ | σιγμοειδοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σιγμοειδεῖ | τῷ | σιγμοειδεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σιγμοειδῆ | τὸ | σιγμοειδές | ||
κλητική ὦ! | σιγμοειδές | σιγμοειδές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σιγμοειδεῖς | τὰ | σιγμοειδῆ | ||
γενική | τῶν | σιγμοειδῶν | τῶν | σιγμοειδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σιγμοειδέσῐ(ν) | τοῖς | σιγμοειδέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σιγμοειδεῖς | τὰ | σιγμοειδῆ | ||
κλητική ὦ! | σιγμοειδεῖς | σιγμοειδῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιγμοειδεῖ | τὼ | σιγμοειδεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιγμοειδοῖν | τοῖν | σιγμοειδοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιγμοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σίγμα / σῖγμ(α) + -ο- + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίασιγμοειδής, -ής, -ές
- (ελληνιστική κοινή) που έχει σχήμα που μοιάζει με C, ημικυκλικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σιγμοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.