πλεκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλεκτός | η | πλεκτή | το | πλεκτό |
γενική | του | πλεκτού | της | πλεκτής | του | πλεκτού |
αιτιατική | τον | πλεκτό | την | πλεκτή | το | πλεκτό |
κλητική | πλεκτέ | πλεκτή | πλεκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλεκτοί | οι | πλεκτές | τα | πλεκτά |
γενική | των | πλεκτών | των | πλεκτών | των | πλεκτών |
αιτιατική | τους | πλεκτούς | τις | πλεκτές | τα | πλεκτά |
κλητική | πλεκτοί | πλεκτές | πλεκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλεκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλεκτός < πλέκ(ω) + επίθημα ρηματικού επιθέτου. Συγκρίνετε με το πλεχτός.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pleˈktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλε‐κτός
Επίθετο
επεξεργασίαπλεκτός, -ή, -ό
- που έχει πλεχτεί, που δημιουργήθηκε με πλέξιμο
- (ουσιαστικοποιημένο) πλεκτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλέκω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- πλεκτή ομοιοκαταληξία: όταν ομοιοκαταληκτεί ο πρώτος με τον τρίτο στίχο, ο δεύτερος με τον τέταρτο κ.ο.κ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλεκτός < πλέκ(ω) + επίθημα ρηματικού επιθέτου
Πηγές
επεξεργασία- πλεκτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλεκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.