Δείτε επίσης: πιλοτήριο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιλοτή οι πιλοτές
      γενική της πιλοτής των πιλοτών
    αιτιατική την πιλοτή τις πιλοτές
     κλητική πιλοτή πιλοτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιλοτή < γαλλική pilotis (πάσσαλος, πιλοτή), αρσενικό στα γαλλικά, με μετατροπή σε θηλυκό[1] < απώτερης προέλευσης από τη λατινική pila (κολόνα, στήλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (επισκευάζω, ενισχύω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.loˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐λο‐τή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιλοτή θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία