πιλοτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιλοτή | οι | πιλοτές |
γενική | της | πιλοτής | των | πιλοτών |
αιτιατική | την | πιλοτή | τις | πιλοτές |
κλητική | πιλοτή | πιλοτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιλοτή < γαλλική pilotis (πάσσαλος, πιλοτή), αρσενικό στα γαλλικά, με μετατροπή σε θηλυκό[1] < απώτερης προέλευσης από τη λατινική pila (κολόνα, στήλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (επισκευάζω, ενισχύω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.loˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λο‐τή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιλοτή θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) στο ισόγειο ενός κτηρίου ή μιας πολυκατοικίας, ο χώρος αυτός που δεν περιβάλλεται από τοίχους και υπάρχουν μόνο οι κολόνες της οικοδομής
- ⮡ Το καλοκαίρι καθόμαστε στην πιλοτή για περισσότερη δροσιά.
- ※ Κωδικοί 212-219-226. Συμπληρώνεται αθροιστικά η επιφάνεια των ιδιόκτητων ή μισθωμένων βοηθητικών χώρων (αποθήκη και χώρος στάθμευσης) που είναι ανεξάρτητοι π.χ. στο υπόγειο ή στον ακάλυπτο χώρο της ίδιας οικοδομής. Διευκρινίζεται ότι στους κωδικούς αυτούς δεν συμπληρώνεται η επιφάνεια του χώρου στάθμευσης σε πιλοτή. (www.efsyn.gr, 24.06.2015)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πιλοτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας