Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυλωτή οι πυλωτές
      γενική της πυλωτής των πυλωτών
    αιτιατική την πυλωτή τις πυλωτές
     κλητική πυλωτή πυλωτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυλωτή < (άμεσο δάνειο) γαλλική pilotis (πάσσαλος, πιλοτή), με παρετυμολόγηση από το πύλ(η) + -ωτή[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυλωτή θηλυκό

  • άλλη γραφή του πιλοτή
    Η πολυκατοικία της γιαγιάς μου δεν έχει πυλωτή και αναγκάζεται να αφήνει το αμάξι της μακριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία