περιαυγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περιαυγής | η | περιαυγής | το | περιαυγές |
γενική | του | περιαυγούς* | της | περιαυγούς | του | περιαυγούς |
αιτιατική | τον | περιαυγή | την | περιαυγή | το | περιαυγές |
κλητική | περιαυγή(ς) | περιαυγής | περιαυγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περιαυγείς | οι | περιαυγείς | τα | περιαυγή |
γενική | των | περιαυγών | των | περιαυγών | των | περιαυγών |
αιτιατική | τους | περιαυγείς | τις | περιαυγείς | τα | περιαυγή |
κλητική | περιαυγείς | περιαυγείς | περιαυγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιαυγής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυγής < περι- + αρχαία ελληνική αὐγ(ή) + -ής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.aˈvʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐αυ‐γής
Επίθετο
επεξεργασίαπεριαυγής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις περί και αυγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιαυγής
→ δείτε τη λέξη κατάφωτος |
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | περιαυγής | τὸ | περιαυγές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | περιαυγοῦς | τοῦ | περιαυγοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | περιαυγεῖ | τῷ | περιαυγεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | περιαυγῆ | τὸ | περιαυγές | ||
κλητική ὦ! | περιαυγές | περιαυγές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | περιαυγεῖς | τὰ | περιαυγῆ | ||
γενική | τῶν | περιαυγῶν | τῶν | περιαυγῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | περιαυγέσῐ(ν) | τοῖς | περιαυγέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | περιαυγεῖς | τὰ | περιαυγῆ | ||
κλητική ὦ! | περιαυγεῖς | περιαυγῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιαυγεῖ | τὼ | περιαυγεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιαυγοῖν | τοῖν | περιαυγοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιαυγής (ελληνιστική κοινή) < Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + αρχαία ελληνική αὐγ(ή) + -ής
Επίθετο
επεξεργασίαπεριαυγής, -ής, -ές, υπερθετικός : περιαυγέστατος
- (ελληνιστική κοινή) που εκπέμπει παντού φως
Συγγενικά
επεξεργασία- περιαυγάζω & παράγωγα
- περιαύγεια
- περιαυγέω, περιαυγέομαι
- περιαυγή
- περίαυγος
→ και δείτε τις λέξεις περί και αὐγή
Πηγές
επεξεργασία- περιαυγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.