Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η παμμίαρος το παμμίαρο
      γενική του/της παμμίαρου του παμμίαρου
    αιτιατική τον/την παμμίαρο το παμμίαρο
     κλητική παμμίαρε παμμίαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμμίαροι τα παμμίαρα
      γενική των παμμίαρων των παμμίαρων
    αιτιατική τους/τις παμμίαρους τα παμμίαρα
     κλητική παμμίαροι παμμίαρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παμμίαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παμμίαρος < παμ- + μιαρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈmi.a.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παμ‐μί‐α‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

παμμίαρος, -ος, ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πᾰμ-μῐᾰρο-
ονομαστική / παμμίαρος τὸ παμμίαρον
      γενική τοῦ/τῆς παμμιάρου τοῦ παμμιάρου
      δοτική τῷ/τῇ παμμιάρ τῷ παμμιάρ
    αιτιατική τὸν/τὴν παμμίαρον τὸ παμμίαρον
     κλητική ! παμμίαρε παμμίαρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παμμίαροι τὰ παμμίαρ
      γενική τῶν παμμιάρων τῶν παμμιάρων
      δοτική τοῖς/ταῖς παμμιάροις τοῖς παμμιάροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παμμιάρους τὰ παμμίαρ
     κλητική ! παμμίαροι παμμίαρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παμμιάρω τὼ παμμιάρω
      γεν-δοτ τοῖν παμμιάροιν τοῖν παμμιάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παμμίαρος, ήδη στον Αριστοφάνη, 5ος αιώνας < παμ- + μιαρός

  Επίθετο επεξεργασία

παμμίαρος, -ος, ον, υπερθετικός: παμμιαρώτατος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία