παμμίαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | παμμίαρος | το | παμμίαρο | ||
γενική | του/της | παμμίαρου | του | παμμίαρου | ||
αιτιατική | τον/την | παμμίαρο | το | παμμίαρο | ||
κλητική | παμμίαρε | παμμίαρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | παμμίαροι | τα | παμμίαρα | ||
γενική | των | παμμίαρων | των | παμμίαρων | ||
αιτιατική | τους/τις | παμμίαρους | τα | παμμίαρα | ||
κλητική | παμμίαροι | παμμίαρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παμμίαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παμμίαρος < παμ- + μιαρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈmi.a.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παμ‐μί‐α‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαπαμμίαρος, -ος, ο
- (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο, επιτατικό επίθετο) μιαρότατος, ο πιο μιαρός, ασεβέστατος, πολύ ασεβής
- ※ Ο ασεβέστατος και παμμίαρος κληρικός απάντησε: (Αγαπίου μοναχού, αμαρτωλών σωτηρία, Εν Βενετία 1851, σελ. 191-192, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου)
- ≈ συνώνυμα: ασεβέστατος, → δείτε και τις λέξεις πανάθλιος και τρισάθλιος
- ≠ αντώνυμα: πάναγνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασεβέστατος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
πᾰμ-μῐᾰρο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | παμμίαρος | τὸ | παμμίαρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | παμμιάρου | τοῦ | παμμιάρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | παμμιάρῳ | τῷ | παμμιάρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | παμμίαρον | τὸ | παμμίαρον | ||
κλητική ὦ! | παμμίαρε | παμμίαρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | παμμίαροι | τὰ | παμμίαρᾰ | ||
γενική | τῶν | παμμιάρων | τῶν | παμμιάρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | παμμιάροις | τοῖς | παμμιάροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | παμμιάρους | τὰ | παμμίαρᾰ | ||
κλητική ὦ! | παμμίαροι | παμμίαρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παμμιάρω | τὼ | παμμιάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παμμιάροιν | τοῖν | παμμιάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαμμίαρος, -ος, ον, υπερθετικός : παμμιαρώτατος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παμμίαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παμμίαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.