Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασεβέστατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀσεβέστατος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασεβέστατ
ος
η
ασεβέστατ
η
το
ασεβέστατ
ο
γενική
του
ασεβέστατ
ου
της
ασεβέστατ
ης
του
ασεβέστατ
ου
αιτιατική
τον
ασεβέστατ
ο
την
ασεβέστατ
η
το
ασεβέστατ
ο
κλητική
ασεβέστατ
ε
ασεβέστατ
η
ασεβέστατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασεβέστατ
οι
οι
ασεβέστατ
ες
τα
ασεβέστατ
α
γενική
των
ασεβέστατ
ων
των
ασεβέστατ
ων
των
ασεβέστατ
ων
αιτιατική
τους
ασεβέστατ
ους
τις
ασεβέστατ
ες
τα
ασεβέστατ
α
κλητική
ασεβέστατ
οι
ασεβέστατ
ες
ασεβέστατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασεβέστατος
<
ασεβ(ής)
+
-έστατος
<
αρχαία ελληνική
ἀσεβέστατος
Επίθετο
επεξεργασία
ασεβέστατος
, -η, -ο
υπερθετικός
βαθμός
του
ασεβής
≈
συνώνυμα
:
παμμίαρος
(
αρχαιοπρεπές
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασεβέστατος