Δείτε επίσης: ὀλιγάρχης, ολιγαρχικός, ὀλιγαρχικός, ολιγαρκής, ὀλιγαρκής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ολιγάρχης οι ολιγάρχες
      γενική του ολιγάρχη των ολιγαρχών
    αιτιατική τον ολιγάρχη τους ολιγάρχες
     κλητική ολιγάρχη ολιγάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολιγάρχης < ελληνιστική κοινή ὀλῐγᾰ́ρχης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική oligarque[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oligarch[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.liˈɣar.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λι‐γάρ‐χης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολιγάρχης αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ολιγάρχηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)