ὀλιγάρχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀλιγάρχης | οἱ | ὀλιγάρχαι | ||||
γενική | τοῦ | ὀλιγάρχου | τῶν | ὀλιγαρχῶν | ||||
δοτική | τῷ | ὀλιγάρχῃ | τοῖς | ὀλιγάρχαις | ||||
αιτιατική | τὸν | ὀλιγάρχην | τοὺς | ὀλιγάρχᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὀλιγάρχᾰ | ὀλιγάρχαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλιγάρχᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλιγάρχαιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀλιγάρχης < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ἄρχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀλῐγᾰ́ρχης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πολιτική) ο ολιγαρχικός
Πηγές
επεξεργασία- ὀλιγάρχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀλιγάρχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.