Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγαρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολιγαρχικ
ός
η
ολιγαρχικ
ή
το
ολιγαρχικ
ό
γενική
του
ολιγαρχικ
ού
της
ολιγαρχικ
ής
του
ολιγαρχικ
ού
αιτιατική
τον
ολιγαρχικ
ό
την
ολιγαρχικ
ή
το
ολιγαρχικ
ό
κλητική
ολιγαρχικ
έ
ολιγαρχικ
ή
ολιγαρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολιγαρχικ
οί
οι
ολιγαρχικ
ές
τα
ολιγαρχικ
ά
γενική
των
ολιγαρχικ
ών
των
ολιγαρχικ
ών
των
ολιγαρχικ
ών
αιτιατική
τους
ολιγαρχικ
ούς
τις
ολιγαρχικ
ές
τα
ολιγαρχικ
ά
κλητική
ολιγαρχικ
οί
ολιγαρχικ
ές
ολιγαρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολιγαρχικός
<
αρχαία ελληνική
ὀλιγαρχικός
<
ὀλίγος
+
ἄρχω
Επίθετο
επεξεργασία
ολιγαρχικός
σχετικός
με την
ολιγαρχία
ο
ολιγαρχικός
χαρακτήρας του συστήματος
ολιγαρχική
δημοκρατία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ολιγαρχία
,
λίγος
και
άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολιγαρχικός
γαλλικά
:
oligarchique
(fr)