μυστήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυστήριος < μυστήριο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mystérieux[1] / (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική mysterious[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈsti.ɾi.os/
Επίθετο
επεξεργασίαμυστήριος[2], -α, -ο
- που είναι παράξενος, αινιγματικός, ανεξήγητος ή ιδιόμορφος, που η ύπαρξη ή δράση του περιβάλλεται από μυστήριο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- μυστήριο πράγμα: (προφορικό) κάτι που φαίνεται μυστήριο ή παράξενο, προς δήλωση έκπληξης
- μυστήριο τρένο: (προφορικό) άτομο με μυστήρια ή παράξενη συμπεριφορά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μυστήριος
- ↑ 1,0 1,1 μυστήριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ μυστήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας