μαργαρίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαργαρίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαργαρίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾ.ɣaˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐γα‐ρί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαργαρίτης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαργαρίτης
|
Πηγές
επεξεργασία- μαργαρίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαργαρίτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαργαρίτης
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με μαργαριτ-
- (Χρειάζεται }gkm)
→ και δείτε τη λέξη μαργαριτάριον (θέμα μαργαριταρ-) & μάργαρος (θέμα μαργαρ-)
Πηγές
επεξεργασία- μαργαρίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μαργᾰρῑτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | μαργαρίτης | οἱ | μαργαρῖται | |
γενική | τοῦ | μαργαρίτου | τῶν | μαργαριτῶν | |
δοτική | τῷ | μαργαρίτῃ | τοῖς | μαργαρίταις | |
αιτιατική | τὸν | μαργαρίτην | τοὺς | μαργαρίτᾱς | |
κλητική ὦ! | μαργαρῖτᾰ | μαργαρῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαργαρίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μαργαρίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαργαρίτης < (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας (η επαφή με μαργαριτάρια, με την εκστρατεία του Αλέξανδρου· γι' αυτό, θεωρήθηκε ότι συνδέεται με περσική αρχή: [1] < μέση περσική mwlwʾlyt' (morwārīd) / mlwʾlyt (marwārīd)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαργαρίτης αρσενικό (θηλυκό μαργαρῖτις)
Παράγωγα
επεξεργασία- μάργαρος (αναδρομικός σχηματισμός)
- και με θέμα μαργαριτ- το μεσαιωνικό μαργαριτάριον
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαργαριτάρι, μάργαρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μαργαρίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαργαρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.