μαργαριτάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαργαριτάριον < ελληνιστική κοινή μαργαρίτ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άριον > μάργαρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαργαριτάριον ουδέτερο
- το μαργαριτάρι
- ≈ συνώνυμα: μαργαρίτιον, μαργαρῖτις θηλυκό, μαργαρίτης αρσενικό, μάργαρος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μαργαριτάρου (γενική ενικού)
- μαργαριτάρια (πληθυντικός)
- μαργαριτάρων (γενική πληθυντικού)
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με μαργαριταρ-
- λιθαρομαργαρίταρον
- λιθομαργαριτάριν
- λιθομαργαρίταρον
- μαργαριταρένιος, μαργαριταρέϊνος
- μαργαριταρίτζιον (υποκοριστικό)
- μαργαριταρίτσιν (υποκοριστικό)
- μαργαριταρόδοντος
- μαργαριταρόζωστος
- μαργαριταρόλιθος
- μαργαριταρόπουλον (υποκοριστικό)
- μαργαριταρόριζα
- μαργαριταρόριζος
- μαργαριταρόχροος
- μαργαριταρόχρυσος
- μαργαριταρώδης
→ και δείτε τη λέξη μαργαρίτης (θέμα μαργαριτ-) & μάργαρος (θέμα μαργαρ-)
Πηγές
επεξεργασία- μαργαριτάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μαργαριτάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].