μαργαριταρένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαργαριταρένιος < μαργαριτάρ(ι) + -ένιος (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαργαριταρένιος (στολισμένος με μαργαριτάρια) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾ.ɣa.ɾi.taˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐γα‐ρι‐τα‐ρέ‐νιος
Επίθετο επεξεργασία
μαργαριταρένιος
- (κυρίως κόσμημα) που είναι φτιαγμένος από μαργαριτάρια ή που έχει εμφάνιση παρόμοια με μαργαριτάρι
- → δείτε και τη λέξη μαργαριταρένια (θηλυκό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ μαργαριταρένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαργαριταρένιος < μαργαριτάρ(ιον) + -ένιος
Επίθετο επεξεργασία
μαργαριταρένιος
- στολισμένος με μαργραριτάρια
- ↪ σέλαν μαραγαριταρένιαν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- μαργαριταρένια (θηλυκό)
- μαργαριταρένιαν (θηλυκό, αιτιατική ενικού)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαργαριτάριον
Πηγές επεξεργασία
- μαργαριταρένιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].