λωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λωτός | οι | λωτοί |
γενική | του | λωτού | των | λωτών |
αιτιατική | τον | λωτό | τους | λωτούς |
κλητική | λωτέ | λωτοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λωτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λωτός & νεολατινική lotus < αρχαία ελληνική λωτός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /loˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐τός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλωτός αρσενικό
- (φυτό) γένος Lotus των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 ποώδη ή θαμνώδη πολύ διαδεδομένα φυτά, με κίτρινα (κυρίως), κόκκινα ή λευκά άνθη
- (φρούτο) ο καρπός του φυτού Diospyros lotus, και γενικά όλων των ειδών του γένους Diospyros, ο οποίος έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα, πορτοκαλί έως κόκκκινο χρώμα και στυφή γεύση, μόλις κοπεί από το δέντρο. Αν αφεθεί μερικές μέρες, γίνεται γλυκός και ζουμερός
- (ελληνική μυθολογία) καρπός που κάνει όποιον τον φάει να περνά στον κόσμο της λησμονιάς και της ονειροπόλησης. Αναφέρεται στην Οδύσσεια.
Συγγενικά
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- λωτός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λωτός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λωτός | οἱ | λωτοί |
γενική | τοῦ | λωτοῦ | τῶν | λωτῶν |
δοτική | τῷ | λωτῷ | τοῖς | λωτοῖς |
αιτιατική | τὸν | λωτόν | τοὺς | λωτούς |
κλητική ὦ! | λωτέ | λωτοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λωτώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λωτοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- λωτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.