Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακί < προέλευσης από την ιαπωνική (kaki) μέσω ευρωπαϊκών γλωσσών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακί ουδέτερο άκλιτο (Χρειάζεται Τι γένος?)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία