λήγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λήγων & λήγοντας |
η | λήγουσα | το | λήγον |
γενική | του | λήγοντος & λήγοντα |
της | λήγουσας & ληγούσης* |
του | λήγοντος |
αιτιατική | τον | λήγοντα | τη | λήγουσα | το | λήγον |
κλητική | λήγων & λήγοντα |
λήγουσα | λήγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λήγοντες | οι | λήγουσες | τα | λήγοντα |
γενική | των | ληγόντων | των | ληγουσών | των | ληγόντων |
αιτιατική | τους | λήγοντες | τις | λήγουσες | τα | λήγοντα |
κλητική | λήγοντες | λήγουσες | λήγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λήγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήγων, λήγουσα, λῆγον, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λήγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.ɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λή‐γων
Μετοχή
επεξεργασίαλήγων, -ουσα, -ον (άλλες μορφές: λήγοντας)
- που λήγει, καταλήγει, ο τελευταίος
- ⮡ ο λήγων αριθμός στο Λαϊκό λαχείο...
- ⮡ ο λήγων του ΑΦΜ
- που τελειώνει τώρα ή σε μια ορισμένη ημερομηνία, που απέρχεται,
- ⮡ Σημαντικά θέματα στην τελευταία για την λήγουσα θητεία του...
- ⮡ Η θητεία του νέου Δ.Σ. είναι πενταετής, λήγουσα την 30.06.2018
- ⮡ Αρχόμενος από του έτους 1838 Απριλίου 20 και λήγων τω 1858 Δεκεμβρίου 31
- ⮡ Ως διάρκεια του Διαγωνισμού ορίζεται... αρχόμενος την 20/10/2013 και λήγων την 31/01/2014
- ⮡ ο λήγων μήνας δεν ήταν ο καλύτερος για τον τουρισμό φέτος
- ⮡ Μεγαλύτερος όγκος των ανταλλαγών στο εξωτερικό εμπόριο της Σερβίας κατά το λήγον έτος 2013
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαλήγων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος λήγω