↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ληγμένος η ληγμένη το ληγμένο
      γενική του ληγμένου της ληγμένης του ληγμένου
    αιτιατική τον ληγμένο τη ληγμένη το ληγμένο
     κλητική ληγμένε ληγμένη ληγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ληγμένοι οι ληγμένες τα ληγμένα
      γενική των ληγμένων των ληγμένων των ληγμένων
    αιτιατική τους ληγμένους τις ληγμένες τα ληγμένα
     κλητική ληγμένοι ληγμένες ληγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ληγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λήγω

ληγμένος, -η, -ο

  1. που έχει λήξει, τελειωμένος
  2. που έχει περάσει η ημερομηνία λήξεως
    το γάλα που αγόρασα μόλις είναι ληγμένο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία