ληγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ληγμένος | η | ληγμένη | το | ληγμένο |
γενική | του | ληγμένου | της | ληγμένης | του | ληγμένου |
αιτιατική | τον | ληγμένο | τη | ληγμένη | το | ληγμένο |
κλητική | ληγμένε | ληγμένη | ληγμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ληγμένοι | οι | ληγμένες | τα | ληγμένα |
γενική | των | ληγμένων | των | ληγμένων | των | ληγμένων |
αιτιατική | τους | ληγμένους | τις | ληγμένες | τα | ληγμένα |
κλητική | ληγμένοι | ληγμένες | ληγμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ληγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λήγω
Μετοχή
επεξεργασίαληγμένος, -η, -ο
- που έχει λήξει, τελειωμένος
- που έχει περάσει η ημερομηνία λήξεως
- το γάλα που αγόρασα μόλις είναι ληγμένο