κούμουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κούμουλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κούμουλος < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούμουλος αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίακούμουλος, -η, -ο
- (παρωχημένο) γεμάτος, πλήρης, ξέχειλος
- ένα κοφίνι κούμουλο σταφύλια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κούμουλος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούμουλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)
Επίθετο
επεξεργασίακούμουλος
- γεμάτος
- ※ ῾Ωρίσθη δὲ τὸ μόδιον κούμουλον πιπράσκεσθαι (Ψευδο-Κοδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, 2, 51, 7)
- ※ ἔσχον δὲ καὶ τὸ τούτων κούμουλον καὶ τ̣ὰ̣ [ναῦλα] καὶ τὰς ἑκατοστὰς καὶ τὸ σακκοφ[ο]ρ̣ι̣[κ]ὸ[ν] π̣[λήρης.] (Papyrus Oxyrhynchus 62 4346, XI 173)